τέντα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τέντα | οι | τέντες |
γενική | της | τέντας | των | τεντών |
αιτιατική | την | τέντα | τις | τέντες |
κλητική | τέντα | τέντες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατέντα θηλυκό
- κομμάτι, συνήθως από ειδικό ύφασμα ή πλαστικό, μαζί με έναν ειδικό μηχανισμό, για να ανοίγει και να κλείνει, που τοποθετείται μπροστά από ανοίγματα ή πάνω από χώρους ξεκούρασης και χρησιμοποιείται για προστασία από τον ήλιο ή και την βροχή
- ύφασμα ή πλαστικό που περιβάλλει και προστατεύει την καρότσα σε φορτηγά αυτοκίνητα
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίατέντα
Μεταφράσεις
επεξεργασία επιρρηματικά
→ δείτε τη λέξη ορθάνοιχτα |