Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

τεντώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τεντώνω < τέντα < λατινική tenta, θηλυκό του tentus < tendo < πρωτοϊταλική *tendō < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *ten- (τείνω)

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /tenˈdo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τε‐ντώ‐νω

  ΡήμαΕπεξεργασία

τεντώνω, πρτ.: τέντωνα, στ.μέλλ.: θα τεντώσω, αόρ.: τέντωσα, παθ.φωνή: τεντώνομαι, π.αόρ.: τεντώθηκα, μτχ.π.π.: τεντωμένος

  1. (μεταβατικό)
    1. τραβώ κάτι έτσι, ώστε να έχει το μεγαλύτερο δυνατό μέγεθος
      πρέπει να τεντώσεις το χέρι σου για να φτάσεις το πάνω ράφι
    2. απλώνω κάτι έτσι, ώστε να ισιώσει, ευθυγραμμιστεί
      όλα τα ελατήρια όταν τα τεντώσεις χαλάνε
    3. (μεταβατικό) σφίγγω, κάνω κάτι να μην έχει ελαστικότητα
  2. (αμετάβατο)
    1. αποκτώ το μεγαλύτερο δυνατό μέγεθος
       συνώνυμα: τανύω, τεζάρω
    2. ισιώνω, αποκτώ το πραγματικό μου σχήμα
    3. γίνομαι σφιχτός

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

ΚλίσηΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)Επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα