πρωτοϊταλική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πρωτοϊταλική ουδέτερο πληθυντικός
- (γλώσσα) υποθετικός κοινός πρόγονος των Ιταλικών Γλωσσών
Μεταφράσεις επεξεργασία
ουσιαστικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
πρωτοϊταλική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του πρωτοϊταλικός