Δείτε επίσης: πρωτό-, πρώτο

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρωτο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πρωτο- < πρῶτο(ς)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾo.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρω‐το-

  Πρόθημα επεξεργασία

πρωτο-
πρώτο συνθετικό που δηλώνει

  1. (σε σύνθετα ρήματα) κάτι που έγινε για πρώτη φορά
    πρωτοεμφανίζομαι
  2. (σε σύνθετα επίθετα)
    1. κάτι που έπαθε το προσδιοριζόμενο για πρώτη φορά
      πρωτοφανέρωτος, πρωτάκουστος
    2. (ιστορία, αρχαιολογία, επιστήμες) η πρώτη χρονική περίοδος
      πρωτοελληνική γλώσσα, πρωτομινωικός πολιτισμός
       αντώνυμα: υστερο-
    3. (ταξινομία, βιολογία) πρώιμη κατηγορία όντων
      πρωτόζωο
  3. (σε σύνθετα ουσιαστικά)
    1. την πρώτη εμφάνιση του προσδιοριζομένου
      πρωτοβρόχι
    2. την πρωτιά στην ιεραρχία, το κατεξοχήν πρόσωπο
      πρωτομάστορας, πρωθυπουργός, πρωτοπαλίκαρο
    3. την πρώτη βαθμίδα σε μια κλίμακα
      πρωτοετής φοιτητής
      → δείτε και τα συνθετικά όπως δευτερο-, τριτο- και τεταρτο-

Άλλες μορφές επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρωτο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πρωτο- < πρῶτο(ς)

  Πρόθημα επεξεργασία

πρωτο-

Άλλες μορφές επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρωτο- < πρῶτο(ς)

  Πρόθημα επεξεργασία

πρωτο-

Άλλες μορφές επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία