πρωθυπουργός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πρωθυπουργός < (πρώτος) πρωθ- + υπουργός (ὑπουργός, δασυνόμενη λέξη), μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική premier ministre[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾo.θi.puɾˈɣos/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πρωθυπουργός αρσενικό ή θηλυκό και σπανιότερα θηλυκό πρωθυπουργίνα)
- (πολιτική) επικεφαλής (πρόεδρος) της κυβέρνησης και του υπουργικού συμβουλίου
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πρωθυπουργός
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ πρωθυπουργός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας