πρωθ-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Πρόθημα
επεξεργασία
πρωθ-
- άλλη μορφή του πρωτο-, όταν το β' συνθετικό άρχιζε με δασυνόμενο φωνήεν
Σύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Πρόθημα
επεξεργασία
πρωθ-
- άλλη μορφή του πρωτο-, όταν ακολουθεί δασυνόμενο φωνήεν
- πρωθαλιεύς (για το Χριστό)
Σύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΑρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Πρόθημα
επεξεργασία
πρωθ-
- άλλη μορφή του πρωτο-, όταν ακολουθεί δασυνόμενο φωνήεν