κυβέρνηση
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κυβέρνηση | οι | κυβερνήσεις |
γενική | της | κυβέρνησης* | των | κυβερνήσεων |
αιτιατική | την | κυβέρνηση | τις | κυβερνήσεις |
κλητική | κυβέρνηση | κυβερνήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κυβερνήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κυβέρνηση αρχαία ελληνική κυβέρνησις (διακυβέρνηση, διοίκηση) < κυβερνάω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κυβέρνηση θηλυκό
- η εκτελεστική εξουσία ενός κράτους και το σύνολο αυτών που την ασκούν
- ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έδωσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον αρχηγό του πλειοψηφούντος κόμματος
- στην Ελλάδα επικεφαλής της κυβέρνησης είναι ο πρωθυπουργός, ο οποίος ορίζει τους υπόλοιπους υπουργούς
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- σκιώδης κυβέρνηση
- οικουμενική κυβέρνηση
- με καμία κυβέρνηση: με κανέναν τρόπο, ότι και να γίνει
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
- (λαϊκότροπο) ή (μειωτικό) γκουβέρνο
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κυβέρνηση