Δείτε επίσης: κυβερνῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία
κυβερνώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κυβερνῶ  και δείτε τη λέξη κυβερνάω

κυβερνώ

Μεταφράσεις

επεξεργασία