Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γκουβέρνο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
γκουβέρν
ο
τα
γκουβέρν
α
γενική
του
γκουβέρν
ου
των
γκουβέρν
ων
αιτιατική
το
γκουβέρν
ο
τα
γκουβέρν
α
κλητική
γκουβέρν
ο
γκουβέρν
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γκουβέρνο
ουδέτερο
άλλη μορφή
του
γκοβέρνο