Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λαϊκότροπος η λαϊκότροπη το λαϊκότροπο
      γενική του λαϊκότροπου της λαϊκότροπης του λαϊκότροπου
    αιτιατική τον λαϊκότροπο τη λαϊκότροπη το λαϊκότροπο
     κλητική λαϊκότροπε λαϊκότροπη λαϊκότροπο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λαϊκότροποι οι λαϊκότροπες τα λαϊκότροπα
      γενική των λαϊκότροπων των λαϊκότροπων των λαϊκότροπων
    αιτιατική τους λαϊκότροπους τις λαϊκότροπες τα λαϊκότροπα
     κλητική λαϊκότροποι λαϊκότροπες λαϊκότροπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία Επεξεργασία

λαϊκότροπος < λαϊκ(ός) + -ό- + τρόπ(ος) + -ος

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /la.iˈko.tɾo.pos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λα‐ϊ‐κό‐τρο‐πος

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

λαϊκότροπος, -η, -ο

  1. που έχει συμπεριφορά ή εμφάνιση των («κατώτερων») στρωμάτων του λαού, που λαϊκίζει
  2. (γλωσσολογία) που έχει δημιουργηθεί με λαϊκό ύφος, αλλά χρησιμοποιείται ευρύτερα

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη λαϊκός

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΠηγέςΕπεξεργασία