λαϊκότροπος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /la.iˈko.tɾo.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐ϊ‐κό‐τρο‐πος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
λαϊκότροπος, -η, -ο
- που έχει συμπεριφορά ή εμφάνιση των («κατώτερων») στρωμάτων του λαού, που λαϊκίζει
- (γλωσσολογία) που έχει δημιουργηθεί με λαϊκό ύφος, αλλά χρησιμοποιείται ευρύτερα
Επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη λαϊκός
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- λαϊκότροπος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.