Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαϊκίζω < λαϊκισμός + -ίζω < λαϊκός < (ελληνιστική κοινήλαϊκός < αρχαία ελληνική λαός < *lāwós < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *leh₂wos < *leh₂- (στρατιωτική ενέργεια)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /la.iˈci.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λα‐ϊ‐κί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

λαϊκίζω (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία