Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συμπεριφορά οι συμπεριφορές
      γενική της συμπεριφοράς των συμπεριφορών
    αιτιατική τη συμπεριφορά τις συμπεριφορές
     κλητική συμπεριφορά συμπεριφορές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμπεριφορά < ελληνιστική κοινή συμπεριφορά < συμπεριφέρω < σύν + περιφέρω < περί + φέρω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συμπεριφορά θηλυκό

  1. ο τρόπος με τον οποίο κάποιος αντιμετωπίζει τους άλλους
    η συμπεριφορά της είναι σοβαρή και μετρημένη
  2. ο επιβεβλημένος ή κατάλληλος τρόπος αντίδρασης σε συγκεκριμένες περιστάσεις
    δεν είναι συμπεριφορά αυτή, να μην εκτιμάς αυτά που σου δίνω!
  3. οι χαρακτηριστικές ενέργειες ενός ατόμου, ο τρόπος αντίδρασής του σε συγκεκριμένα εξωτερικά ή εσωτερικά ερεθίσματα
    προγαμιαία συμπεριφορά
  4. ο τρόπος που υφίσταται ή αντιδρά ένα υλικό με συγκεκριμένη χρήση ή σε ορισμένες συνθήκες
    η θερμότητα μπορεί να μεταβάλλει τη συμπεριφορά των ελαστικών στο δρόμο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία