συμπεριφορά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμπεριφορά < ελληνιστική κοινή συμπεριφορά < συμπεριφέρω < σύν + περιφέρω < περί + φέρω
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυμπεριφορά θηλυκό
- ο τρόπος με τον οποίο κάποιος αντιμετωπίζει τους άλλους
- η συμπεριφορά της είναι σοβαρή και μετρημένη
- ο επιβεβλημένος ή κατάλληλος τρόπος αντίδρασης σε συγκεκριμένες περιστάσεις
- δεν είναι συμπεριφορά αυτή, να μην εκτιμάς αυτά που σου δίνω!
- οι χαρακτηριστικές ενέργειες ενός ατόμου, ο τρόπος αντίδρασής του σε συγκεκριμένα εξωτερικά ή εσωτερικά ερεθίσματα
- προγαμιαία συμπεριφορά
- ο τρόπος που υφίσταται ή αντιδρά ένα υλικό με συγκεκριμένη χρήση ή σε ορισμένες συνθήκες
- η θερμότητα μπορεί να μεταβάλλει τη συμπεριφορά των ελαστικών στο δρόμο
Συγγενικά
επεξεργασία- συμπεριφέρομαι
- συμπεριφορικός
- συμπεριφορισμός
- συμπεριφοριστής
- → δείτε τη λέξη περιφέρω