συμπεριφορισμός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- συμπεριφορισμός < (συμπεριφέρομαι) συμπεριφορ(ά) + -ισμός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική behaviourism[1])
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /sim.be.ɾi.fo.ɾiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐μπε‐ρι‐φο‐ρι‐σμός
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
συμπεριφορισμός αρσενικό
- (ψυχολογία) θεωρία μελέτης της συμπεριφοράς ως αντίδρασης σε διάφορα εξωγενή ερεθίσματα
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις συμπεριφέρομαι και περιφέρω
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
συμπεριφορισμός
|
Επεξεργασία
- ↑ Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.