συμπεριφοριστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμπεριφοριστής < συμπεριφορισμός + -τής ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική behaviourist)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυμπεριφοριστής αρσενικό (θηλυκό: συμπεριφορίστρια)
- (ψυχολογία) που ασχολείται με τον συμπεριφορισμό, τον μελετά ή τον εφαρμόζει
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμπεριφοριστής