Δείτε επίσης: Κατηγορία:Μεταφραστικά δάνεια

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταφραστικό δάνειο < πιθανόν μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Lehnübersetzung ή αγγλική loan translation → δείτε τις λέξεις μεταφραστικός και δάνειο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.ta.fɾa.stiˈko ˈða.ni.o/

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

μεταφραστικό δάνειο ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία