δάνειος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δάνειος | η | δάνεια | το | δάνειο |
γενική | του | δάνειου | της | δάνειας | του | δάνειου |
αιτιατική | τον | δάνειο | τη | δάνεια | το | δάνειο |
κλητική | δάνειε | δάνεια | δάνειο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δάνειοι | οι | δάνειες | τα | δάνεια |
γενική | των | δάνειων | των | δάνειων | των | δάνειων |
αιτιατική | τους | δάνειους | τις | δάνειες | τα | δάνεια |
κλητική | δάνειοι | δάνειες | δάνεια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Κλίση
επεξεργασίαόπως το σπάνιος (να διαγραφεί η φράση μόνο όταν βρεθεί ο κώδικας κλίσης)
Ετυμολογία
επεξεργασία- δάνειος < δανείζω < δάνειον < δάνος < δίδωμι
Επίθετο
επεξεργασίαδάνειος, -α, -ο
- που αποτελεί προϊόν δανεισμού
- δάνειες λέξεις από άλλη γλώσσα