πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δανεισμός οι δανεισμοί
      γενική του δανεισμού των δανεισμών
    αιτιατική τον δανεισμό τους δανεισμούς
     κλητική δανεισμέ δανεισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
δανεισμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δανεισμός[1] < δανείζω < δάνειον. Συγκρίνετε με το κληρονομημένο δάνεισμα.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δανεισμός αρσενικό

  1. το να δανείζομαι κάτι που θα επιστρέψω
  2. (οικονομία) η λήψη δανείου
      Ο δανεισμός ήταν η μόνη λύση για να σώσει την επιχείρησή του.

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δανεισμός οἱ δανεισμοί
      γενική τοῦ δανεισμοῦ τῶν δανεισμῶν
      δοτική τῷ δανεισμ τοῖς δανεισμοῖς
    αιτιατική τὸν δανεισμόν τοὺς δανεισμούς
     κλητική ! δανεισμέ δανεισμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δανεισμώ
γεν-δοτ τοῖν  δανεισμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
δανεισμός < δανείζω, δανεισ- + -μός

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δανεισμός, -οῦ αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία