↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δανεισμός οι δανεισμοί
      γενική του δανεισμού των δανεισμών
    αιτιατική τον δανεισμό τους δανεισμούς
     κλητική δανεισμέ δανεισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δανεισμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δανεισμός[1] < δανείζω < δάνειον. Συγκρίνετε με το κληρονομημένο δάνεισμα.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ða.niˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δα‐νει‐σμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δανεισμός αρσενικό

  1. το να δανείζομαι κάτι που θα επιστρέψω
  2. (οικονομία) η λήψη δανείου
    Ο δανεισμός ήταν η μόνη λύση για να σώσει την επιχείρησή του.

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δανεισμός οἱ δανεισμοί
      γενική τοῦ δανεισμοῦ τῶν δανεισμῶν
      δοτική τῷ δανεισμ τοῖς δανεισμοῖς
    αιτιατική τὸν δανεισμόν τοὺς δανεισμούς
     κλητική ! δανεισμέ δανεισμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δανεισμώ
γεν-δοτ τοῖν  δανεισμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δανεισμός < δανείζω, δανεισ- + -μός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δανεισμός, -οῦ αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία