Ετυμολογία

επεξεργασία
δανείζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δανείζω <  δείτε τη λέξη δάνειον

δανείζω, πρτ.: δάνειζα, αόρ.: δάνεισα, παθ.φωνή: δανείζομαι, π.αόρ.: δανείστηκα, μτχ.π.π.: δανεισμένος

  1. παραχωρώ προσωρινά σε κάποιον κάτι που μου ανήκει και αυτός έχει την υποχρέωση να μου το επιστρέψει
    παράδειγμα  Του δάνεισα το βιβλίο μου.
  2. δίνω σε κάποιον χρήματα και αυτός έχει υποχρέωση να μου τα επιστρέψει με τόκο
    παράδειγμα  Η τράπεζά μας σας δανείζει με τα χαμηλότερα επιτόκια της αγοράς.

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. DGE - δανείζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.