προσωρινά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
προσωρινά < προσωρινός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
προσωρινά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προσωρινό