διάστημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διάστημα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διάστημα
- για την αστρονομία > μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική espace < λατινική spatium [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈði̯a.sti.ma/ & /ˈðʝa.sti.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ά‐στη‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιάστημα ουδέτερο
- αόριστη ή συγκεκριμένη τοπική, χρονική ή τονική απόσταση
- ⮡ Μεταξύ των δύο εμφανίσεών της υπήρξε ένα διάστημα που δεν έκανε τίποτε.
- ⮡ Μεταξύ των δύο εμφανίσεών της υπήρξε ένα διάστημα τριών χρόνων που δεν έκανε τίποτε.
- (ειδικότερα, γραμματική) η απόσταση που χρησιμοποιούμε για να διαχωρίσουμε δύο λέξεις, το κενό
- ⮡ οι δακτυλογράφοι παλιότερα, άφηναν ένα διάστημα μετά το κόμμα και δύο μετά την τελεία
- ⮡ για επόμενο κενό διάστημα στο Βικιλεξικό γράφουμε
 
- (φυσική, αστρονομία) το υπόλοιπο, εκτός της Γης, σύμπαν
- ⮡ στο διάστημα υπάρχουν χιλιάδες αστέρια
- (μουσική) η διαφορά ανάμεσα σε δυο τονικά ύψη
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- διάστημα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία αόριστη τοπική ή χρονική απόσταση
ο χώρος του σύμπαντος εκτός της Γης
διαφορά ανάμεσα σε δυο τονικά ύψη
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ διάστημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | διάστημᾰ | τὰ | διαστήμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | διαστήμᾰτος | τῶν | διαστημᾰ́των |
δοτική | τῷ | διαστήμᾰτῐ | τοῖς | διαστήμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | διάστημᾰ | τὰ | διαστήμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | διάστημᾰ | διαστήμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαστήμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | διαστημᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδιάστημα
- (μουσική) το διάστημα μεταξύ δύο φθόγγων
- ο χώρος, η απόσταση ανάμεσα σε δύο πράγματα
- (γεωμετρία) η ακτίνα του κύκλου
- (ιατρική) η διάσταση των οστών
- η διαφορά
- ο συνδυασμός δύο όρων
- η έκταση ενός αντικειμένου, η διάστασή του
- (ελληνιστική σημασία) η διάκριση (του ύφους)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- διάστημα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διάστημα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.