ακτίνα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ακτίνα | οι | ακτίνες |
γενική | της | ακτίνας | των | ακτίνων |
αιτιατική | την | ακτίνα | τις | ακτίνες |
κλητική | ακτίνα | ακτίνες | ||
όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ακτίνα < ελληνιστική κοινή ἀκτῖνα < αρχαία ελληνική ἀκτίς μέσω της αιτιατικής ἀκτῖνα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ακτίνα θηλυκό
- γραμμή φωτός (ή παρόμοιας ακτινοβολίας)
- Οι ακτίνες του ήλιου.
- οι ακτίνες Χ
- η ακτινογραφία με ακτίνες Χ
- (γεωμετρία) το ευθύγραμμο τμήμα που συνδέει το κέντρο του κύκλου με ένα σημείο της περιφέρειάς του, η ημιδιάμετρος του κύκλου
- το μέτρο αυτού του τμήματος
- (κατ' επέκταση) απόσταση που περιγράφει το εύρος μιας επιφάνειας
- η έκρηξη προκάλεσε καταστροφές σε ακτίνα εκατοντάδων μέτρων