radio
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
radio | radios |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαradio (en)
- (μη μετρήσιμο, ενικός) ραδιοφωνικός, η δραστηριότητα της μετάδοσης προγραμμάτων για να ακούσουν οι άνθρωποι· τα προγράμματα που μεταδίδονται
- ⮡ radio news/commercials - ραδιοφωνικές ειδήσεις/διαφημίσεις
- ⮡ a radio program/show - ραδιοφωνικό πρόγραμμα
- ⮡ He had installed a radio station in his house.
- Είχε εγκαταστήσει στο σπίτι του ραδιοφωνικό σταθμό.
- το ραδιόφωνο, συσκευή που λαμβάνει ηχητικά δεδομένα μέσω ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων
- ⮡ Turn down the radio volume.
- Χαμήλωσε την ένταση του ραδιοφώνου.
- ⮡ The news was broadcast over the radio.
- Η είδηση μεταδόθηκε από το ραδιόφωνο.
- ⮡ Turn down the radio volume.
- ο ασύρματος (η συσκευή)
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
radio | radios |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαradio (fr) θηλυκό
Δανικά (da)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαradio (da)
- το ραδιόφωνο
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | radio | radioj |
αιτιατική | radion | radiojn |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαradio (eo)
- το ραδιόφωνο
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
radio | radios |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαradio (es)
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαradio (it)
Νορβηγικά (no)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαradio (no)
- το ραδιόφωνο
Ολλανδικά (nl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαradio (nl)
- το ραδιόφωνο
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαradio (pl)
- το ραδιόφωνο
Σουηδικά (sv)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαradio (sv)
- το ραδιόφωνο
Φινλανδικά (fi)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαradio (fi)
- το ραδιόφωνο