ράδιο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ράδιο < νεολατινική radium < λατινική radius (ακτίνα)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ράδιο | ||
γενική | του | ραδίου | ||
αιτιατική | το | ράδιο | ||
κλητική | ράδιο | |||
όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ράδιο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (χημεία) ραδιενεργό, μεταλλικό χημικό στοιχείο, που ανήκει στις αλκαλικές γαίες, με ατομικό αριθμό 88 και χημικό σύμβολο το Ra, με λευκό χρώμα και μεταλλική λάμψη που, όταν οξειδώνεται σε επαφή με τον αέρα, γίνεται μαύρο. Ανακαλύφθηκε το 1898 και είναι ιδιαίτερα τοξικό
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- ραδιενέργεια
- ραδιενεργός
- ραδιοϊσότοπο
- ραδιοκαίσιο
- ραδιολογία
- ραδιομόλυβδος
- ραδιοπυρηνικός
- ραδιοστοιχείο
- ραδιοχημεία
- ραδιοχρονολόγηση
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
χημικό στοιχείο
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ράδιο ουδέτερο
- το ραδιόφωνο
- το ραδιοτηλέφωνο πλοίου
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ράδιο
→ δείτε τις λέξεις ραδιόφωνο και ραδιοτηλέφωνο |