ράδιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈɾa.ði.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρά‐δι‐ο
Ετυμολογία 1
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ράδιο | τα | ράδια |
γενική | του | ράδιου | των | ράδιων |
αιτιατική | το | ράδιο | τα | ράδια |
κλητική | ράδιο | ράδια | ||
Συνήθως στον ενικό, με δύσχρηστη γενική. | ||||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαράδιο ουδέτερο
- το ραδιόφωνο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ράδιο
→ δείτε τη λέξη ραδιόφωνο |
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
|
- ράδιο < (λόγιο δάνειο) νεολατινική radium < λατινική radius (ακτίνα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαράδιο ουδέτερο στον ενικό
- (χημεία) ραδιενεργό, μεταλλικό χημικό στοιχείο, που ανήκει στις αλκαλικές γαίες, με ατομικό αριθμό 88 και χημικό σύμβολο το Ra, με λευκό χρώμα και μεταλλική λάμψη που, όταν οξειδώνεται σε επαφή με τον αέρα, γίνεται μαύρο. Ανακαλύφθηκε το 1898 και είναι ιδιαίτερα τοξικό
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ράδιο | τα | ράδια |
γενική | του | ραδίου & ράδιου |
των | ραδίων |
αιτιατική | το | ράδιο | τα | ράδια |
κλητική | ράδιο | ράδια | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαόπως
Δείτε επίσης
επεξεργασία- ράδιο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία χημικό στοιχείο
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαράδιο ουδέτερο
- το ραδιόφωνο
- το ραδιοτηλέφωνο πλοίου
Εκφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ράδιο
→ δείτε τις λέξεις ραδιόφωνο και ραδιοτηλέφωνο |
- ↑ ράδιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας