οπτικό δάνειο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασία
οπτικό δάνειο ουδέτερο
- (γλωσσολογία) λέξεις δανεισμένες από την ανάγνωση της γραφής της δανείστριας γλώσσας και όχι από την προφορά τους
Σημειώσεις
επεξεργασία- Ο όρος οπτικό δάνειο, όπως στο ετυμολογικό λεξικο Μπαμπινιώτη. Αντιστοιχεί στον όρο ορθογραφικό δάνειο του ΛΚΝ (Λεξικό Τριανταφυλλίδη) όπου χρησιμοποιείται στη γενικότερη ερμηνεία του.
- Στο Βικιλεξικό ορίζεται ως ορθογραφικό δάνειο, η ακριβής μεταφορά ξένων γραμμάτων στην αποδέκτρια γλώσσα (παράδειγμα ΝΑΤΟ).
Δείτε επίσης
επεξεργασία- γλωσσικό δάνειο: για τους γλωσσολογικούς όρους που σχετίζονται με τα γλωσσικά δάνεια
- Κατηγορία:Οπτικά δάνεια (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οπτικό δάνειο