ραδιενέργεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ραδιενέργεια < (ράδιο) ραδι- + ενέργεια, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική radio activité & αγγλική radioactivity[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαραδιενέργεια θηλυκό
Ταυτόσημο
επεξεργασία- ἀκτινεργία (καθαρεύουσα, σπάνιο)
Συγγενικά
επεξεργασία- ραδιενεργός
- → και δείτε τις λέξεις ράδιο και ενέργεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία ραδιενέργεια
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ραδιενέργεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας