ινδονησιακά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ινδονησιακά | ||
γενική | των | ινδονησιακών | ||
αιτιατική | τα | ινδονησιακά | ||
κλητική | ινδονησιακά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
ινδονησιακά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) αυστρονησιακή γλώσσα που μιλιέται στην Ινδονησία
Συγγενικά επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ινδονησιακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ινδονησιακό