ινδονησιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ινδονησιακός < Ινδονησί(α) + -ακός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /in.ðo.ni.si.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ιν‐δο‐νη‐σι‐α‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαινδονησιακός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με την Ινδονησία
- ⮡ ινδονησιακή μαγειρική, ινδονησιακοί χοροί
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη Ινδονησία
Μεταφράσεις
επεξεργασία ινδονησιακός