Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ινδονησία οι Ινδονησίες
      γενική της Ινδονησίας των Ινδονησιών
    αιτιατική την Ινδονησία τις Ινδονησίες
     κλητική Ινδονησία Ινδονησίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Η θέση της Ινδονησίας στη ΝΑ Ασία.

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ινδονησία < λόγιο ενδογενές δάνειο: ορθογραφικό δάνειο από τη γαλλική Indonésie [1] < αρχαία ελληνική Ἰνδ(ός) + -ο- + νῆσ(ος) + -ία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ινδονησία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία