Ινδονησία
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ινδονησία | οι | Ινδονησίες |
γενική | της | Ινδονησίας | των | Ινδονησιών |
αιτιατική | την | Ινδονησία | τις | Ινδονησίες |
κλητική | Ινδονησία | Ινδονησίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Ινδονησία < λόγιο ενδογενές δάνειο: ορθογραφικό δάνειο από τη γαλλική Indonésie [1] < αρχαία ελληνική Ἰνδ(ός) + -ο- + νῆσ(ος) + -ία
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Ινδονησία θηλυκό
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- Ινδονησία στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Ινδονησία
Επεξεργασία
- ↑ ινδονησιακός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.