Ἰνδός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ἰνδός | ἡ | Ἰνδή | τὸ | Ἰνδόν |
γενική | τοῦ | Ἰνδοῦ | τῆς | Ἰνδῆς | τοῦ | Ἰνδοῦ |
δοτική | τῷ | Ἰνδῷ | τῇ | Ἰνδῇ | τῷ | Ἰνδῷ |
αιτιατική | τὸν | Ἰνδόν | τὴν | Ἰνδήν | τὸ | Ἰνδόν |
κλητική ὦ! | Ἰνδέ | Ἰνδή | Ἰνδόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | Ἰνδοί | αἱ | Ἰνδαί | τὰ | Ἰνδᾰ́ |
γενική | τῶν | Ἰνδῶν | τῶν | Ἰνδῶν | τῶν | Ἰνδῶν |
δοτική | τοῖς | Ἰνδοῖς | ταῖς | Ἰνδαῖς | τοῖς | Ἰνδοῖς |
αιτιατική | τοὺς | Ἰνδούς | τὰς | Ἰνδᾱ́ς | τὰ | Ἰνδᾰ́ |
κλητική ὦ! | Ἰνδοί | Ἰνδαί | Ἰνδᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἰνδώ | τὼ | Ἰνδᾱ́ | τὼ | Ἰνδώ |
γεν-δοτ | τοῖν | Ἰνδοῖν | τοῖν | Ἰνδαῖν | τοῖν | Ἰνδοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Επίθετο
επεξεργασίαἸνδός, -ή, -όν
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἸνδός αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Ἰνδία
Πηγές
επεξεργασία- Ἰνδός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Ἰνδός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.