τούς
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Κλιτικός τύπος αντωνυμίαςΕπεξεργασία
τούς
- τους με τόνο: αδύνατος τύπος της προσωπικής αντωνυμίας αυτός, στην αιτιατική του πληθυντικού του αρσενικού γένους
- ↪ Ο πατέρας τούς έδωσε την ευχή του (=έδωσε σ' αυτούς)
- Για τον τόνο στο τούς δείτε Παράρτημα:Γραμματική (νέα_ελληνικά)#μονοσύλλαβα με τόνο.
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
ΆρθροΕπεξεργασία
τούς αρσενικό
- το θηλυκό οριστικό άρθρο στην αιτιατική του πληθυντικού
ΚλίσηΕπεξεργασία
→ δείτε τη λέξη ὁ