τύπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τύπος | οι | τύποι |
γενική | του | τύπου | των | τύπων |
αιτιατική | τον | τύπο | τους | τύπους |
κλητική | τύπε | τύποι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τύπος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τύπος (αποτύπωμα σφραγίδας) < τύπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)teu-p- (χτυπώ)
- για μεταφορικές σημασίες < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική type < λατινική typus < αρχαία ελληνική τύπος
- για τη γραμματική < ελληνιστική σημασία
- για τα έντυπα < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική presse [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈti.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τύ‐πος
Ουσιαστικό
επεξεργασίατύπος αρσενικό
- οι εφημερίδες, τα περιοδικά και τα μέσα ενημέρωσης ως σύνολο
- ⮡ δημοσιεύτηκε στον τύπο η σύνθεση της νέας κυβέρνησης
- το είδος, η κατηγορία
- ⮡ ο μεσογειακός τύπος ανθρώπου
- ένα άτομο που θεωρείται ότι ανήκει σε μια κατηγορία
- ⮡ ο Γιώργος είναι ο τύπος του ευγενικού και κοινωνικού ατόμου
- (+ γενική προσώπου) το είδος του ανθρώπου που ταιριάζει με κάποιον
- ⮡ δεν είσαι ο τύπος μου, λυπάμαι
- (οικείο) ένας άντρας, ένας τυπάς
- ⮡ βγαίνει από το σπίτι ένας τύπος, πολύ περίεργος
- → δείτε θηλυκό τύπισσα
- (και στον πληθυντικό) ένα σύνολο κανόνων που τηρούνται κατά γράμμα, σε αντίθεση με την ουσία
- ⮡ Αυτός ο άνθρωπος ενδιαφέρεται μόνο για τον τύπο και όχι για την ουσία.
- ⮡ Μπορεί να έχουμε συμφωνήσει όλοι για την πολιτική μας, αλλά, για να τηρήσουμε τους τύπους, πρέπει να κάνουμε και μια ψηφοφορία.
- (θετικές επιστήμες) γραπτή αποτύπωση με σύμβολα μιας χημικής ουσίας ή μιας χημικής αντίδρασης ή μιας μαθηματικής σχέσης
- (μαθηματικά) μαθηματική φόρμουλα
- (γραμματική) κλιτικός τύπος, μορφή μιας λέξης
- ⮡ η γενική του ουσιαστικού "πόλη" εμφανίζει δύο τύπους: "πόλης" και "πόλεως"
- το σημάδι, στην έκφραση επί τον τύπον των ήλων
- (πληροφορική) εν συντομία ο τύπος δεδομένων
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
τυπ-
τυπ-
- -τύπης Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -τύπης στο Βικιλεξικό
- -τυπία Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -τυπία στο Βικιλεξικό
- -τυπος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -τυπος στο Βικιλεξικό
και
- αδιατύπωτος
- αναδιατυπώνω
- αναδιατύπωση
- ανάτυπο
- ανατύπωμα
- αποτύπωση
- ανατυπώνω
- αντίτυπο
- αποτύπωμα
- αποτυπώνω
- αποτύπωση
- αρχετυπικός
- αρχέτυπος
- άτυπος
- ατύπωτος
- διατυπώνω
- διατύπωση
- διπλότυπο
- εθιμοτυπικός
- έκτυπος
- εκτυπώνω
- εκτύπωση
- εκτυπωτής
- έντυπος
- εντυπώνω
- εντύπωση
- εντυπωσιάζω
- εντυπωσιακός
- εντυπωσίαση
- εντυπωσιασμός
- ζηλοτυπώ & συγγενικά
- κακοτυπώνω
- καλοτυπώνω
- λινοτυπικός
- λογότυπο
- μονοτυπικός
- παρατυπώ & συγγενικά
- πρωτοτυπώ & συγγενικά
- πυκνοτυπωμένος
- σιδερότυπο
- στερεοτυπείο
- στερεοτυπικός
- στιγμιότυπο
- τηλετυπικός
- τηλέτυπο
- τυπάδικος
- τυπάς
- τυπικάρης
- τυπικαριό
- τυπικό
- τυπικός & σύνθετα
- τυπικότητα
- τυπικούρα
- τυπικούρας
- τυποβαφείο
- τυποβαφή
- τυπογραφία & συγγενικά
- τυπολάτρης & συγγενικά
- τυπολογία & συγγενικά
- τυποποιώ & συγγενικά
- τυποτεχνικός
- τυπωθήτω
- τύπωμα
- τυπώνω
- τυπωτής
- τυπωτικός
- υποτυπώδης
- φαινότυπος
- φωτοτύπηση
- φωτοτυπικός
- φωτοτυπώ
→ και δείτε τη λέξη χτυπάω & το αρχαίο τύπτω
Σημειώσεις
επεξεργασίαΌταν η λέξη σημαίνει έντυπα κ.ά. μέσα ενημέρωσης ως ένα σύνολο, συχνά γράφεται με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα, π.χ. ο αθηναϊκός Τύπος.
Μεταφράσεις
επεξεργασία οι εφημερίδες και τα περιοδικά
είδος, κατηγορία
ένας άντρας
χημικός τύπος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ τύπος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | τύπος | οἱ | τύποι |
γενική | τοῦ | τύπου | τῶν | τύπων |
δοτική | τῷ | τύπῳ | τοῖς | τύποις |
αιτιατική | τὸν | τύπον | τοὺς | τύπους |
κλητική ὦ! | τύπε | τύποι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τύπω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | τύποιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τύπος, ήδη στον Αισχύλο < τυπ- + -ος < τύπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)teu-p- (χτυπώ)
Πηγές
επεξεργασία- τύπος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τύπος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.