Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
press presses

press (en)

  1. (μη μετρήσιμο) ο τύπος
    ⮡  the freedom of the press - η ελευθερία του τύπου
    ⮡  the press campaign against me - η εκστρατεία του τύπου εναντίον μου
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το πιεστήριο
    ⮡  printing press - τυπογραφικό πιεστήριο
    ⮡  stop the presses - επί του πιεστηρίου
  3. (μετρήσιμο) η πίεση, η πράξη του πιέζω
    ⮡  With the simple press of a button, the earth may be destroyed.
    Με την απλή πίεση ενός κουμπιού η γη μπορεί να καταστραφεί.
     συνώνυμα: push
ενεστώτας press
γ΄ ενικό ενεστώτα presses
αόριστος pressed, prest
παθητική μετοχή pressed, prest
ενεργητική μετοχή pressing

press (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) πιέζω μέρος μιας συσκευής κτλ. για να λειτουργήσει
    ⮡  I press a button.
    Πιέζω ένα κουμπί.
    ⮡  I press the keys of a piano/a pedal.
    Πιέζω τα πλήκτρα ενός πιάνου/ένα πεντάλ.
    ⮡  Which button do I press?
    Ποιο κουμπί πατάω;
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) κολλάω πάνω κάποιου, σπρώχνω κάτι στενά ενάντια σε κάτι ή με σπρώχνει έτσι
    ⮡  He pressed against her on the bus.
    Κόλλησε πάνω της μέσα στο λεωφορείο.
  3. (μεταβατικό) πιέζω, σφίγγω, ασκώ έντονη πίεση σε κάποιον
    ⮡  Don’t press them too much.
    Μην τους πιέζεις πολύ.
    ⮡  They pressed him to resign.
    Τον έσφιξαν να παραιτηθεί.
     συνώνυμα: pressure
  4. (μεταβατικό) βγάζω το χυμό από φρούτα ή λαχανικά χρησιμοποιώντας δύναμη ή βάρος
    ⮡  I am pressing the juice out of a lemon.
    Βγάζω το χυμό από ένα λεμόνι.

Παράγωγα

επεξεργασία