Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
press presses

press (en)

  1. ο τύπος
  2. το πιεστήριο

  ΡήμαΕπεξεργασία

ενεστώτας press
γ΄ ενικό ενεστώτα presses
αόριστος pressed, prest
παθητική μετοχή pressed, prest
ενεργητική μετοχή pressing

press (en)

  1. πιέζω
  2. κολλάω πάνω κάποιου
    He pressed against her on the bus.
    Κόλλησε πάνω της μέσα στο λεωφορείο.

  ΠηγέςΕπεξεργασία

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 460. ISBN 9780194325684. , λήμμα: κολλώ