Στη δομή της στοίβας (LIFO) το εισερχόμενο στοιχείο τοποθετείται στην κορυφή της

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
push pushes

push (en)

  • η πίεση, η πράξη του πιέζω
    ⮡  With the simple push of a button, the earth may be destroyed.
    Με την απλή πίεση ενός κουμπιού η γη μπορεί να καταστραφεί.
     συνώνυμα: press
ενεστώτας push
γ΄ ενικό ενεστώτα pushes
αόριστος pushed
παθητική μετοχή pushed
ενεργητική μετοχή pushing

push (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) σπρώχνω, ασκώ πίεση επάνω σε κάποιον ή σε κάτι πιέζοντάς το(ν) με τα χέρια ή και με ολόκληρο το σώμα για να το(ν) μετακινήσω προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση
    ⮡  He pushed him to get through first.
    Τον έσπρωξε για να περάσει πρώτος.
    ⮡  The officers were violently pushing the protesters towards the side streets.
    Οι αστυνομικοί έσπρωχναν βίαια τους διαδηλωτές προς τις παρόδους.
    ⮡  He was pushing the baby’s stroller.
    Έσπρωχνε το καροτσάκι του μωρού.
    ⮡  The wind was pushing the clouds to the west.
    Ο αέρας έσπρωχνε τα σύννεφα προς τα δυτικά.
    ⮡  Don’t push me!
    Μη με σπρώχνεις!
    ⮡  Stop pushing at the back!
    Μη σπρώχνετε εσείς εκεί πίσω!
    ⮡  Don’t push, everyone will get in!
    Μη σπρώχνεστε, όλοι θα μπείτε!
    ⮡  She pushed the door open.
    Άνοιξε την πόρτα σπρώχνοντάς την.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) περνάω κάποιον ή κάτι σπρώχνοντας, ανοίγω δρόμο σπρώχνοντας
    ⮡  He pushed past me. (=He passed by me pushing).
    Πέρασε πλάι μου σπρώχνοντας./Με έσπρωξε και προσπέρασε.
    ⮡  We pushed our way through the crowd.
    Ανοίξαμε δρόμο σπρώχνοντας μέσα από το πλήθος.
    ⮡  She managed to push her way through the crowd.
    Σπρώχνοντας κατάφερε να ανοίξει δρόμο μέσα στο πλήθος.
  3. (μεταβατικό) πιέζω, πατάω, ασκώ μια δύναμη επάνω σε κάτι για να δουλεύει
    ⮡  Push the button.
    Πίεσε το κουμπί.
    ⮡  If you push it lightly, it goes in.
    Αν το πιέσεις ελαφρά, υποχωρεί.
    ⮡  She was pushing the keys on the keyboard.
    Πατούσε τα πλήκτρα του πληκτρολογίου.
    ⮡  Push the gas!
    Πάτησε το γκάζι!
     συνώνυμα: press
  4. (μεταβατικό) οδηγώ, ανεβάζω, κατεβάζω, επηρεάζω κάτι για να φτάσει σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο ή κατάσταση
    ⮡  This development could push the country into recession.
    Αυτή η εξέλιξη θα μπορούσε να οδηγήσει τη χώρα σε ύφεση.
    ⮡  The rise in interest rates will push up/push down prices.
    Η αύξηση των επιτοκίων θα ανεβάσει/κατεβάσει τις τιμές.
    ⮡  We need to push the case along a little.
    Πρέπει να τη σπρώξουμε λίγο την υπόθεση.
  5. (μεταβατικό) σπρώχνω, πιέζω, ζορίζω, παρακινώ, εξωθώ, πείθω ή ενθαρρύνω κάποιον να κάνει κάτι που μπορεί να μην θέλει να κάνει
    ⮡  Poor working conditions are pushing workers to strike.
    Οι κακές συνθήκες εργασίας σπρώχνουν τους εργάτες σε απεργία.
    ⮡  His parents are pushing him to go to university.
    Οι γονείς του τον σπρώχνουν να πάει στο πανεπιστήμιο.
    ⮡  They pushed him to resign.
    Τον πίεσαν να παραιτηθεί.
    ⮡  He pushed him to tell the truth.
    Τον ζόρισε να πει την αλήθεια.
    ⮡  He started the business pushed by his father.
    Ξεκίνησε την επιχείρηση παρακινημένος από τον πατέρα του.
    ⮡  The revelation of the scandals pushed him to resign from his parliamentary office.
    Η αποκάλυψη των σκανδάλων τον εξώθησε στην παραίτηση από το βουλευτικό αξίωμα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη motivate
  6. (μεταβατικό) ζορίζω, κάνω κάποιον να δουλέψει πολύ
    ⮡  Don't push him too hard because he might give up completely.
    Μην τον ζορίσεις πολύ γιατί μπορεί να τα παρατήσει εντελώς.
    ⮡  You have to push yourself a little to finish the job.
    Πρέπει να ζοριστείς λίγο για να τελειώσεις τη δουλειά.
    ⮡  Don’t push your workers too hard!
    Μην ζορίζεις πολύ τους εργάτες σου!
  7. (μεταβατικό, ανεπίσημο) πιέζω, ζορίζω, πιέζω κάποιον και τον θυμώνω ή τον αναστατώνω
    ⮡  Don’t push me, I won’t tell you anything.
    Μη με πιέζεις, δε θα σου πω τίποτα.
    ⮡  Don’t push me any further; I told you I’m not coming.
    Μη με ζορίζεις άλλο· σου είπα ότι δεν έρχομαι.
  8. (μεταβατικό, ανεπίσημο) προωθώ, προσπαθώ να πείσω τους ανθρώπους να αποδεχτούν ή να συμφωνήσουν με μια νέα ιδέα, να αγοράσουν ένα νέο προϊόν κτλ.
    ⮡  In his articles, he pushed the European idea.
    Με τα άρθρα του προώθησε την ευρωπαϊκή ιδέα.
    ⮡  With proper organization, they managed to push their merchandise on the market.
    Με τη σωστή οργάνωση κατόρθωσαν να προωθήσουν το εμπόρευμά τους στην αγορά.
  9. (μεταβατικό, ανεπίσημο) προωθώ, πλασάρω τα ναρκωτικά
    ⮡  He was arrested trying to push drugs.
    Τον συνέλαβαν να προσπαθεί να προωθήσει/πλασάρει ναρκωτικά.
  10. (αμετάβατο) προωθούμαι, για στρατό που προχωρά γρήγορα μέσα από μια περιοχή
    ⮡  Soldiers are pushing towards the operations zone.
    Στρατιώτες προωθούνται προς τη ζώνη των επιχειρήσεων.
  11. (μεταβατικό, ανεπίσημο) κοντεύω σε κάποια ποσότητα
    ⮡  He’s pushing eighty.
    Κοντεύει τα ογδόντα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη near
  12. (πληροφορική) προσθέτω στοιχείο σε στοίβα (stack) [1]
     αντώνυμα: pop

Παράγωγα

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «Εισαγωγή στις γλώσσες προγραμματισμού με τη γλώσσα C», σελ. 182, Τμήμα Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. πρόσβαση:27/09/2019