push
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
push | pushes |
push (en)
- η πίεση, η πράξη του πιέζω
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | push |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pushes |
αόριστος | pushed |
παθητική μετοχή | pushed |
ενεργητική μετοχή | pushing |
push (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) σπρώχνω, ασκώ πίεση επάνω σε κάποιον ή σε κάτι πιέζοντάς το(ν) με τα χέρια ή και με ολόκληρο το σώμα για να το(ν) μετακινήσω προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση
- ⮡ He pushed him to get through first.
- Τον έσπρωξε για να περάσει πρώτος.
- ⮡ The officers were violently pushing the protesters towards the side streets.
- Οι αστυνομικοί έσπρωχναν βίαια τους διαδηλωτές προς τις παρόδους.
- ⮡ He was pushing the baby’s stroller.
- Έσπρωχνε το καροτσάκι του μωρού.
- ⮡ The wind was pushing the clouds to the west.
- Ο αέρας έσπρωχνε τα σύννεφα προς τα δυτικά.
- ⮡ Don’t push me!
- Μη με σπρώχνεις!
- ⮡ Stop pushing at the back!
- Μη σπρώχνετε εσείς εκεί πίσω!
- ⮡ Don’t push, everyone will get in!
- Μη σπρώχνεστε, όλοι θα μπείτε!
- ⮡ She pushed the door open.
- Άνοιξε την πόρτα σπρώχνοντάς την.
- ⮡ He pushed him to get through first.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) περνάω κάποιον ή κάτι σπρώχνοντας, ανοίγω δρόμο σπρώχνοντας
- ⮡ He pushed past me. (=He passed by me pushing).
- Πέρασε πλάι μου σπρώχνοντας./Με έσπρωξε και προσπέρασε.
- ⮡ We pushed our way through the crowd.
- Ανοίξαμε δρόμο σπρώχνοντας μέσα από το πλήθος.
- ⮡ She managed to push her way through the crowd.
- Σπρώχνοντας κατάφερε να ανοίξει δρόμο μέσα στο πλήθος.
- ⮡ He pushed past me. (=He passed by me pushing).
- (μεταβατικό) πιέζω, πατάω, ασκώ μια δύναμη επάνω σε κάτι για να δουλεύει
- (μεταβατικό) οδηγώ, ανεβάζω, κατεβάζω, επηρεάζω κάτι για να φτάσει σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο ή κατάσταση
- ⮡ This development could push the country into recession.
- Αυτή η εξέλιξη θα μπορούσε να οδηγήσει τη χώρα σε ύφεση.
- ⮡ The rise in interest rates will push up/push down prices.
- Η αύξηση των επιτοκίων θα ανεβάσει/κατεβάσει τις τιμές.
- ⮡ We need to push the case along a little.
- Πρέπει να τη σπρώξουμε λίγο την υπόθεση.
- ⮡ This development could push the country into recession.
- (μεταβατικό) σπρώχνω, πιέζω, ζορίζω, παρακινώ, εξωθώ, πείθω ή ενθαρρύνω κάποιον να κάνει κάτι που μπορεί να μην θέλει να κάνει
- ⮡ Poor working conditions are pushing workers to strike.
- Οι κακές συνθήκες εργασίας σπρώχνουν τους εργάτες σε απεργία.
- ⮡ His parents are pushing him to go to university.
- Οι γονείς του τον σπρώχνουν να πάει στο πανεπιστήμιο.
- ⮡ They pushed him to resign.
- Τον πίεσαν να παραιτηθεί.
- ⮡ He pushed him to tell the truth.
- Τον ζόρισε να πει την αλήθεια.
- ⮡ He started the business pushed by his father.
- Ξεκίνησε την επιχείρηση παρακινημένος από τον πατέρα του.
- ⮡ The revelation of the scandals pushed him to resign from his parliamentary office.
- Η αποκάλυψη των σκανδάλων τον εξώθησε στην παραίτηση από το βουλευτικό αξίωμα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη motivate
- ⮡ Poor working conditions are pushing workers to strike.
- (μεταβατικό) ζορίζω, κάνω κάποιον να δουλέψει πολύ
- ⮡ Don't push him too hard because he might give up completely.
- Μην τον ζορίσεις πολύ γιατί μπορεί να τα παρατήσει εντελώς.
- ⮡ You have to push yourself a little to finish the job.
- Πρέπει να ζοριστείς λίγο για να τελειώσεις τη δουλειά.
- ⮡ Don’t push your workers too hard!
- Μην ζορίζεις πολύ τους εργάτες σου!
- ⮡ Don't push him too hard because he might give up completely.
- (μεταβατικό, ανεπίσημο) πιέζω, ζορίζω, πιέζω κάποιον και τον θυμώνω ή τον αναστατώνω
- ⮡ Don’t push me, I won’t tell you anything.
- Μη με πιέζεις, δε θα σου πω τίποτα.
- ⮡ Don’t push me any further; I told you I’m not coming.
- Μη με ζορίζεις άλλο· σου είπα ότι δεν έρχομαι.
- ⮡ Don’t push me, I won’t tell you anything.
- (μεταβατικό, ανεπίσημο) προωθώ, προσπαθώ να πείσω τους ανθρώπους να αποδεχτούν ή να συμφωνήσουν με μια νέα ιδέα, να αγοράσουν ένα νέο προϊόν κτλ.
- ⮡ In his articles, he pushed the European idea.
- Με τα άρθρα του προώθησε την ευρωπαϊκή ιδέα.
- ⮡ With proper organization, they managed to push their merchandise on the market.
- Με τη σωστή οργάνωση κατόρθωσαν να προωθήσουν το εμπόρευμά τους στην αγορά.
- ⮡ In his articles, he pushed the European idea.
- (μεταβατικό, ανεπίσημο) προωθώ, πλασάρω τα ναρκωτικά
- ⮡ He was arrested trying to push drugs.
- Τον συνέλαβαν να προσπαθεί να προωθήσει/πλασάρει ναρκωτικά.
- ⮡ He was arrested trying to push drugs.
- (αμετάβατο) προωθούμαι, για στρατό που προχωρά γρήγορα μέσα από μια περιοχή
- ⮡ Soldiers are pushing towards the operations zone.
- Στρατιώτες προωθούνται προς τη ζώνη των επιχειρήσεων.
- ⮡ Soldiers are pushing towards the operations zone.
- (μεταβατικό, ανεπίσημο) κοντεύω σε κάποια ποσότητα
- (πληροφορική) προσθέτω στοιχείο σε στοίβα (stack) [1]
Παράγωγα
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ «Εισαγωγή στις γλώσσες προγραμματισμού με τη γλώσσα C», σελ. 182, Τμήμα Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. πρόσβαση:27/09/2019
Πηγές
επεξεργασία- push (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- push (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 692-695, 703. ISBN 9780194325684., λήμμα: περνώ, πίεση