push
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
push | pushes |
push (en)
- η πίεση, η πράξη του πιέζω
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | push |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pushes |
αόριστος | pushed |
παθητική μετοχή | pushed |
ενεργητική μετοχή | pushing |
push (en)
- πιέζω
- σπρώχνω
- ⮡ He pushed past me./He passed by me pushing.
- Πέρασε πλάι μου σπρώχνοντας.
- ⮡ He pushed past me./He passed by me pushing.
- πιέζω κάποιον να κάνει κάτι
- (πληροφορική) προσθέτω στοιχείο σε στοίβα (stack) [1]
Παράγωγα
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ «Εισαγωγή στις γλώσσες προγραμματισμού με τη γλώσσα C», σελ. 182, Τμήμα Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. πρόσβαση:27/09/2019
Πηγές
επεξεργασία- push (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- push (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 692-695, 703. ISBN 9780194325684., λήμμα: περνώ, πίεση