ενεστώτας motivate
γ΄ ενικό ενεστώτα motivates
αόριστος motivated
παθητική μετοχή motivated
ενεργητική μετοχή motivating

motivate (en)

  1. κινώ, ωθώ, παρακινώ κάποιον σε μια πράξη ή ενέργεια, ο λόγος που συμβαίνει κάτι
    ⮡  What motivated him to tell such a lie?
    Τι τον κίνησε να πει τέτοιο ψέμα;
    ⮡  It is his ambition which motivates him.
    Εκείνο που τον ωθεί είναι η φιλοδοξία του.
    ⮡  What motivated him to refuse?
    Τι τον παρακίνησε να αρνηθεί;
  2. παρακινώ, δίνω το κίνητρο σε κάποιον να κάνει κάτι δύσκολο
    ⮡  He motivated them to go on strike.
    Τους παρακίνησε να απεργήσουν.
    ⮡  Nothing I said motivated him to help.
    Δεν τον παρακίνησε τίποτα από ό,τι είπα ώστε να βοηθήσει.

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία