ενικός         πληθυντικός  
motivation motivations

  Ετυμολογία

επεξεργασία
motivation < motivate + -ion

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

motivation (en)

  1. η ενέργεια του παρακινώ
  2. το κίνητρο, ο λόγος για να κάνει κάποιος κάτι



  Ετυμολογία

επεξεργασία
motivation < motiver

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mɔ.ti.va.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
motivation motivations

motivation (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία