motivation
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
motivation | motivations |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmotivation (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- motivation < motiver
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mɔ.ti.va.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
motivation | motivations |
motivation (fr) θηλυκό
- το κίνητρο, η αιτιολογία, η παρακίνηση