Δείτε επίσης: παρακινῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρακινώ < αρχαία ελληνική παρακινέω / παρακινῶ < παρά + κινέω / κινῶ

  Ρήμα επεξεργασία

παρακινώ (παθητική φωνή: παρακινούμαι / παρακινιέμαι)

  1. ενθαρρύνω με λόγια ή πράξεις ή με τη δημιουργία κατάλληλων συνθηκών κάποια ενέργεια
  2. δίνω κίνητρο σε κάποιον
    τι παρακινεί το σημερινό μαθητή στο μάθημα;

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία