Ετυμολογία

επεξεργασία
παρακινέω < παρά + κινέω

παρακινέω-παρακινῶ

  • τὸ παρακινοῦν' μέρος : το επαναστατικό στοιχείο, η επαναστατική μερίδα
  • μεσοπαθητικό:
  • παρακεκινηκὼς' ὑφ᾽ ἡλικίας' : τα έχει χάσει από τα γεράματα