παρακινέω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
παρακινέω-παρακινῶ
- τὸ παρακινοῦν' μέρος : το επαναστατικό στοιχείο, η επαναστατική μερίδα
- μεσοπαθητικό:
- έχω ζέση για κάτι, είμαι ξεσηκωμένος
- τρελαίνομαι, τα χάνω
- παρακεκινηκὼς' ὑφ᾽ ἡλικίας' : τα έχει χάσει από τα γεράματα