ενοχλώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενοχλώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐνοχλῶ,[1] συνηρημένος τύπος του ἐνοχλέω < ἐν + ὀχλέω < ὄχλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *woǵʰlos < *weǵʰ (φέρω, μεταφέρω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.noˈxlo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐νο‐χλώ
Ρήμα
επεξεργασίαενοχλώ, πρτ.: ενοχλούσα, στ.μέλλ.: θα ενοχλήσω, αόρ.: ενόχλησα, παθ.φωνή: ενοχλούμαι, π.αόρ.: ενοχλήθηκα, μτχ.π.π.: ενοχλημένος
- πειράζω κάποιον και τον στεναχωρώ σε κάποιο βαθμό, τον δυσαρεστώ ή του χαλάω την ησυχία ή την ηρεμία του
- ⮡ Σας ενοχλώ; Ενοχληθήκατε;
- Ω! μην ενοχλείστε, δεν με ενοχλείτε καθόλου.
- ⮡ Σας ενοχλώ; Ενοχληθήκατε;
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε και τη λέξη όχλος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ενοχλώ | ενοχλούσα | θα ενοχλώ | να ενοχλώ | ενοχλώντας | |
β' ενικ. | ενοχλείς | ενοχλούσες | θα ενοχλείς | να ενοχλείς | ||
γ' ενικ. | ενοχλεί | ενοχλούσε | θα ενοχλεί | να ενοχλεί | ||
α' πληθ. | ενοχλούμε | ενοχλούσαμε | θα ενοχλούμε | να ενοχλούμε | ||
β' πληθ. | ενοχλείτε | ενοχλούσατε | θα ενοχλείτε | να ενοχλείτε | ενοχλείτε | |
γ' πληθ. | ενοχλούν(ε) | ενοχλούσαν(ε) | θα ενοχλούν(ε) | να ενοχλούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ενόχλησα | θα ενοχλήσω | να ενοχλήσω | ενοχλήσει | ||
β' ενικ. | ενόχλησες | θα ενοχλήσεις | να ενοχλήσεις | ενόχλησε | ||
γ' ενικ. | ενόχλησε | θα ενοχλήσει | να ενοχλήσει | |||
α' πληθ. | ενοχλήσαμε | θα ενοχλήσουμε | να ενοχλήσουμε | |||
β' πληθ. | ενοχλήσατε | θα ενοχλήσετε | να ενοχλήσετε | ενοχλήστε | ||
γ' πληθ. | ενόχλησαν ενοχλήσαν(ε) |
θα ενοχλήσουν(ε) | να ενοχλήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ενοχλήσει | είχα ενοχλήσει | θα έχω ενοχλήσει | να έχω ενοχλήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ενοχλήσει | είχες ενοχλήσει | θα έχεις ενοχλήσει | να έχεις ενοχλήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ενοχλήσει | είχε ενοχλήσει | θα έχει ενοχλήσει | να έχει ενοχλήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ενοχλήσει | είχαμε ενοχλήσει | θα έχουμε ενοχλήσει | να έχουμε ενοχλήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ενοχλήσει | είχατε ενοχλήσει | θα έχετε ενοχλήσει | να έχετε ενοχλήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ενοχλήσει | είχαν ενοχλήσει | θα έχουν ενοχλήσει | να έχουν ενοχλήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ενοχλούμαι | ενοχλούμουν | θα ενοχλούμαι | να ενοχλούμαι | ενοχλούμενος | |
β' ενικ. | ενοχλείσαι | ενοχλούσουν | θα ενοχλείσαι | να ενοχλείσαι | ||
γ' ενικ. | ενοχλείται | ενοχλούνταν | θα ενοχλείται | να ενοχλείται | ||
α' πληθ. | ενοχλούμαστε | ενοχλούμασταν ενοχλούμαστε |
θα ενοχλούμαστε | να ενοχλούμαστε | ||
β' πληθ. | ενοχλείστε | ενοχλούσασταν ενοχλούσαστε |
θα ενοχλείστε | να ενοχλείστε | ενοχλείστε | |
γ' πληθ. | ενοχλούνται | ενοχλούνταν | θα ενοχλούνται | να ενοχλούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ενοχλήθηκα | θα ενοχληθώ | να ενοχληθώ | ενοχληθεί | ||
β' ενικ. | ενοχλήθηκες | θα ενοχληθείς | να ενοχληθείς | ενοχλήσου | ||
γ' ενικ. | ενοχλήθηκε | θα ενοχληθεί | να ενοχληθεί | |||
α' πληθ. | ενοχληθήκαμε | θα ενοχληθούμε | να ενοχληθούμε | |||
β' πληθ. | ενοχληθήκατε | θα ενοχληθείτε | να ενοχληθείτε | ενοχληθείτε | ||
γ' πληθ. | ενοχλήθηκαν ενοχληθήκαν(ε) |
θα ενοχληθούν(ε) | να ενοχληθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ενοχληθεί | είχα ενοχληθεί | θα έχω ενοχληθεί | να έχω ενοχληθεί | ενοχλημένος | |
β' ενικ. | έχεις ενοχληθεί | είχες ενοχληθεί | θα έχεις ενοχληθεί | να έχεις ενοχληθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ενοχληθεί | είχε ενοχληθεί | θα έχει ενοχληθεί | να έχει ενοχληθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ενοχληθεί | είχαμε ενοχληθεί | θα έχουμε ενοχληθεί | να έχουμε ενοχληθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ενοχληθεί | είχατε ενοχληθεί | θα έχετε ενοχληθεί | να έχετε ενοχληθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ενοχληθεί | είχαν ενοχληθεί | θα έχουν ενοχληθεί | να έχουν ενοχληθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ενοχλώ
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ενοχλώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας