ενοχλώ
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ενοχλώ < αρχαία ελληνική ἐνοχλέω / ἐνοχλῶ < ἐν + ὀχλέω < ὄχλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *woǵʰlos < *weǵʰ (φέρω, μεταφέρω)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
ενοχλώ, πρτ.: ενοχλούσα, στ.μέλλ.: θα ενοχλήσω, αόρ.: ενόχλησα, παθ.φωνή: ενοχλούμαι, μτχ.π.π.: ενοχλημένος
- πειράζω κάποιον και τον στεναχωρώ σε κάποιο βαθμό, τον δυσαρεστώ ή του χαλάω την ησυχία ή την ηρεμία του
Επεξεργασία
- ανενόχλητα
- ανενόχλητος
- απαρενόχλητα
- απαρενόχλητος
- ενόχλημα
- ενόχληση
- ενοχλητικά
- ενοχλητικός
- παρενόχληση
- παρενοχλώ
- → δείτε τη λέξη όχλος
ΚλίσηΕπεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ενοχλώ | ενοχλούσα | θα ενοχλώ | να ενοχλώ | ενοχλώντας | |
β' ενικ. | ενοχλείς | ενοχλούσες | θα ενοχλείς | να ενοχλείς | (ενόχλει) | |
γ' ενικ. | ενοχλεί | ενοχλούσε | θα ενοχλεί | να ενοχλεί | ||
α' πληθ. | ενοχλούμε | ενοχλούσαμε | θα ενοχλούμε | να ενοχλούμε | ||
β' πληθ. | ενοχλείτε | ενοχλούσατε | θα ενοχλείτε | να ενοχλείτε | ενοχλείτε | |
γ' πληθ. | ενοχλούν(ε) | ενοχλούσαν(ε) | θα ενοχλούν(ε) | να ενοχλούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ενόχλησα | θα ενοχλήσω | να ενοχλήσω | ενοχλήσει | ||
β' ενικ. | ενόχλησες | θα ενοχλήσεις | να ενοχλήσεις | ενόχλησε | ||
γ' ενικ. | ενόχλησε | θα ενοχλήσει | να ενοχλήσει | |||
α' πληθ. | ενοχλήσαμε | θα ενοχλήσουμε | να ενοχλήσουμε | |||
β' πληθ. | ενοχλήσατε | θα ενοχλήσετε | να ενοχλήσετε | ενοχλήστε | ||
γ' πληθ. | ενόχλησαν ενοχλήσαν(ε) |
θα ενοχλήσουν(ε) | να ενοχλήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ενοχλήσει | είχα ενοχλήσει | θα έχω ενοχλήσει | να έχω ενοχλήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ενοχλήσει | είχες ενοχλήσει | θα έχεις ενοχλήσει | να έχεις ενοχλήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ενοχλήσει | είχε ενοχλήσει | θα έχει ενοχλήσει | να έχει ενοχλήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ενοχλήσει | είχαμε ενοχλήσει | θα έχουμε ενοχλήσει | να έχουμε ενοχλήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ενοχλήσει | είχατε ενοχλήσει | θα έχετε ενοχλήσει | να έχετε ενοχλήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ενοχλήσει | είχαν ενοχλήσει | θα έχουν ενοχλήσει | να έχουν ενοχλήσει |
|