Δείτε επίσης: ἐνοχλῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία

ενοχλώ, πρτ.: ενοχλούσα, στ.μέλλ.: θα ενοχλήσω, αόρ.: ενόχλησα, παθ.φωνή: ενοχλούμαι, π.αόρ.: ενοχλήθηκα, μτχ.π.π.: ενοχλημένος

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία