ανενόχλητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαανενόχλητος
- που δεν τον ενοχλεί κανείς ενώ θα έπρεπε ή και που σωστά τον αφήνουν στη ησυχία του
- θέλω να συγκεντρωθώ ανενόχλητος στο διάβασμά μου
- οι δράστες έδρασαν ανενόχλητοι