ανενόχλητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανενόχλητα < ανενόχλητος + -α
Επίρρημα
επεξεργασίαανενόχλητα
- με ανενόχλητο τρόπο, χωρίς ενόχληση
- οι διαρρήκτες έδρασαν ανενόχλητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανενόχλητα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαανενόχλητα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ανενόχλητος