Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενόχληση οι ενοχλήσεις
      γενική της ενόχλησης* των ενοχλήσεων
    αιτιατική την ενόχληση τις ενοχλήσεις
     κλητική ενόχληση ενοχλήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενοχλήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενόχληση < αρχαία ελληνική ἐνοχλησις < ἐνοχλέω / ἐνοχλῶ < ἐν + ὀχλέω < ὄχλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *woǵʰlos < *weǵʰ (φέρω, μεταφέρω) (2. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική gêne)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενόχληση θηλυκό

  1. κάτι που ενοχλεί κάποιον
  2. (κατ’ επέκταση) (ιατρική) αίσθημα δυσφορίας, δυσανασχέτησης, πόνου κ.λπ. που αισθάνεται κάποιος
    ※  Πολύ με ανησυχεί αυτή η ενόχληση στο λαιμό και βάζω κακό στο νου μου. (Πέτρος Αμπατζόγλου, Το κρεβάτι)
    άλλες μορφές: ενόχλημα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία