ενόχληση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ενόχληση < αρχαία ελληνική ἐνοχλησις < ἐνοχλέω / ἐνοχλῶ < ἐν + ὀχλέω < ὄχλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *woǵʰlos < *weǵʰ (φέρω, μεταφέρω) (2. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική gêne)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενόχληση θηλυκό
- κάτι που ενοχλεί κάποιον
- (κατ' επέκταση) (ιατρική) αίσθημα δυσφορίας, δυσανασχέτισης, πόνου κ.λπ. που αισθάνεται κάποιος
- Άλλες μορφές: ενόχλημα
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ενόχληση