Ουσιαστικό

επεξεργασία

nuisance (en)

  1. η ενόχληση, ο μπελάς, η σκοτούρα


      ενικός         πληθυντικός  
nuisance nuisances

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

nuisance (fr) θηλυκό

  1. η ενόχληση
    nuisance sonore - ηχητική ενόχληση