σκοτούρα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκοτούρα | οι | σκοτούρες |
γενική | της | σκοτούρας | των | σκοτούρων |
αιτιατική | τη | σκοτούρα | τις | σκοτούρες |
κλητική | σκοτούρα | σκοτούρες | ||
όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σκοτούρα < μεσαιωνική ελληνική σκοτούρα < σκότος + -ούρα
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /sko.'tu.ra/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σκοτούρα θηλυκό