Ετυμολογία

επεξεργασία
σκοτίζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σκοτίζω (κάνω σκοτεινό) & σκοτίζομαι (ζαλίζομαι) < αρχαία ελληνική σκότος

σκοτίζω, αόρ.: σκότισα, παθ.φωνή: σκοτίζομαι, π.αόρ.: σκοτίστηκα, μτχ.π.π.: σκοτισμένος

  1. ζαλίζω κάποιον απασχολώντας τον με κάτι, του σκοτίζω το μυαλό, τον ενοχλώ, τον επιβαρύνω
    ⮡  Εδώ ήρθαμε να πιούμε κάνα κρασάκι να διασκεδάσουμε, μια μας σκοτίζεις τώρα με δυσάρεστα νέα.
    ⮡  Του είπα ότι θα μας κόψουν το ρεύμα αν δεν πληρώσουμε σήμερα τη ΔΕΗ κι αυτός ο αναίσθητος ούτε που σκοτίστηκε.
    ⮡  δε σκοτίζεται για τίποτα (ο αμέριμνος, ο ανοιχτόκαρδος, ο χαλαρός, αλλά ενίοτε και ο παντελώς αδιάφορος, ο αναίσθητος).
    ⮡  Σκοτίστηκα! (ειρωνικά) στα παλιά μου τα παπούτσια
  2. (σπανιότερα) σκοτεινιάζω ένα χώρο, συσκοτίζω

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη σκότος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκοτίζω (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σκότος + -ίζω

σκοτίζω (αργότερα & σκοτάζω)

Συγγενικά

επεξεργασία