σκοτίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκοτίζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σκοτίζω (κάνω σκοτεινό) & σκοτίζομαι (ζαλίζομαι) < αρχαία ελληνική σκότος
Ρήμα
επεξεργασίασκοτίζω, αόρ.: σκότισα, παθ.φωνή: σκοτίζομαι, π.αόρ.: σκοτίστηκα, μτχ.π.π.: σκοτισμένος
- ζαλίζω κάποιον απασχολώντας τον με κάτι, του σκοτίζω το μυαλό, τον ενοχλώ, τον επιβαρύνω
- ⮡ Εδώ ήρθαμε να πιούμε κάνα κρασάκι να διασκεδάσουμε, μια μας σκοτίζεις τώρα με δυσάρεστα νέα.
- ⮡ Του είπα ότι θα μας κόψουν το ρεύμα αν δεν πληρώσουμε σήμερα τη ΔΕΗ κι αυτός ο αναίσθητος ούτε που σκοτίστηκε.
- ⮡ δε σκοτίζεται για τίποτα (ο αμέριμνος, ο ανοιχτόκαρδος, ο χαλαρός, αλλά ενίοτε και ο παντελώς αδιάφορος, ο αναίσθητος).
- ⮡ Σκοτίστηκα! (ειρωνικά) στα παλιά μου τα παπούτσια
- (σπανιότερα) σκοτεινιάζω ένα χώρο, συσκοτίζω
Συγγενικά
επεξεργασία- ασκότιστα
- σκοτιδιάζω & συγγενικά
- σκότιση
- σκοτισμός, σκότισμα
→ και δείτε τη λέξη σκότος
Σύνθετα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σκοτίζω | σκότιζα | θα σκοτίζω | να σκοτίζω | σκοτίζοντας | |
β' ενικ. | σκοτίζεις | σκότιζες | θα σκοτίζεις | να σκοτίζεις | σκότιζε | |
γ' ενικ. | σκοτίζει | σκότιζε | θα σκοτίζει | να σκοτίζει | ||
α' πληθ. | σκοτίζουμε | σκοτίζαμε | θα σκοτίζουμε | να σκοτίζουμε | ||
β' πληθ. | σκοτίζετε | σκοτίζατε | θα σκοτίζετε | να σκοτίζετε | σκοτίζετε | |
γ' πληθ. | σκοτίζουν(ε) | σκότιζαν σκοτίζαν(ε) |
θα σκοτίζουν(ε) | να σκοτίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σκότισα | θα σκοτίσω | να σκοτίσω | σκοτίσει | ||
β' ενικ. | σκότισες | θα σκοτίσεις | να σκοτίσεις | σκότισε | ||
γ' ενικ. | σκότισε | θα σκοτίσει | να σκοτίσει | |||
α' πληθ. | σκοτίσαμε | θα σκοτίσουμε | να σκοτίσουμε | |||
β' πληθ. | σκοτίσατε | θα σκοτίσετε | να σκοτίσετε | σκοτίστε | ||
γ' πληθ. | σκότισαν σκοτίσαν(ε) |
θα σκοτίσουν(ε) | να σκοτίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σκοτίσει | είχα σκοτίσει | θα έχω σκοτίσει | να έχω σκοτίσει | ||
β' ενικ. | έχεις σκοτίσει | είχες σκοτίσει | θα έχεις σκοτίσει | να έχεις σκοτίσει | ||
γ' ενικ. | έχει σκοτίσει | είχε σκοτίσει | θα έχει σκοτίσει | να έχει σκοτίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σκοτίσει | είχαμε σκοτίσει | θα έχουμε σκοτίσει | να έχουμε σκοτίσει | ||
β' πληθ. | έχετε σκοτίσει | είχατε σκοτίσει | θα έχετε σκοτίσει | να έχετε σκοτίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σκοτίσει | είχαν σκοτίσει | θα έχουν σκοτίσει | να έχουν σκοτίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σκοτίζομαι | σκοτιζόμουν(α) | θα σκοτίζομαι | να σκοτίζομαι | ||
β' ενικ. | σκοτίζεσαι | σκοτιζόσουν(α) | θα σκοτίζεσαι | να σκοτίζεσαι | ||
γ' ενικ. | σκοτίζεται | σκοτιζόταν(ε) | θα σκοτίζεται | να σκοτίζεται | ||
α' πληθ. | σκοτιζόμαστε | σκοτιζόμαστε σκοτιζόμασταν |
θα σκοτιζόμαστε | να σκοτιζόμαστε | ||
β' πληθ. | σκοτίζεστε | σκοτιζόσαστε σκοτιζόσασταν |
θα σκοτίζεστε | να σκοτίζεστε | (σκοτίζεστε) | |
γ' πληθ. | σκοτίζονται | σκοτίζονταν σκοτιζόντουσαν |
θα σκοτίζονται | να σκοτίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σκοτίστηκα | θα σκοτιστώ | να σκοτιστώ | σκοτιστεί | ||
β' ενικ. | σκοτίστηκες | θα σκοτιστείς | να σκοτιστείς | σκοτίσου | ||
γ' ενικ. | σκοτίστηκε | θα σκοτιστεί | να σκοτιστεί | |||
α' πληθ. | σκοτιστήκαμε | θα σκοτιστούμε | να σκοτιστούμε | |||
β' πληθ. | σκοτιστήκατε | θα σκοτιστείτε | να σκοτιστείτε | σκοτιστείτε | ||
γ' πληθ. | σκοτίστηκαν σκοτιστήκαν(ε) |
θα σκοτιστούν(ε) | να σκοτιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω σκοτιστεί | είχα σκοτιστεί | θα έχω σκοτιστεί | να έχω σκοτιστεί | σκοτισμένος | |
β' ενικ. | έχεις σκοτιστεί | είχες σκοτιστεί | θα έχεις σκοτιστεί | να έχεις σκοτιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει σκοτιστεί | είχε σκοτιστεί | θα έχει σκοτιστεί | να έχει σκοτιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε σκοτιστεί | είχαμε σκοτιστεί | θα έχουμε σκοτιστεί | να έχουμε σκοτιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε σκοτιστεί | είχατε σκοτιστεί | θα έχετε σκοτιστεί | να έχετε σκοτιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν σκοτιστεί | είχαν σκοτιστεί | θα έχουν σκοτιστεί | να έχουν σκοτιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι σκοτισμένος - είμαστε, είστε, είναι σκοτισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν σκοτισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν σκοτισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι σκοτισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι σκοτισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι σκοτισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι σκοτισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκοτίζω (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σκότος + -ίζω
Ρήμα
επεξεργασίασκοτίζω (αργότερα & σκοτάζω)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σκότος
Πηγές
επεξεργασία- σκοτίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σκοτίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.