Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεσκοτίζω < ξε και σκοτίζω

  Ρήμα επεξεργασία

ξεσκοτίζω

  1. διώχνω τις σκοτούρες
    Ευτυχώς ήρθαν τα παιδιά με το εγγόνι και ο μικρός με ξεσκότισε στη στιγμή
  2. παθητικό: ξεσκοτίζομαι: νιώθω ανακούφιση που φεύγει από την ψυχή μου το βάρος από τις έγνοιες
    Θα πάω να δω τα φιλαράκια μου μπας και ξεσκοτιστώ

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία