ξεσκοτίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξεσκοτίζω
- διώχνω τις σκοτούρες
- Ευτυχώς ήρθαν τα παιδιά με το εγγόνι και ο μικρός με ξεσκότισε στη στιγμή
- παθητικό: ξεσκοτίζομαι: νιώθω ανακούφιση που φεύγει από την ψυχή μου το βάρος από τις έγνοιες
- Θα πάω να δω τα φιλαράκια μου μπας και ξεσκοτιστώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεσκοτίζω | ξεσκότιζα | θα ξεσκοτίζω | να ξεσκοτίζω | ξεσκοτίζοντας | |
β' ενικ. | ξεσκοτίζεις | ξεσκότιζες | θα ξεσκοτίζεις | να ξεσκοτίζεις | ξεσκότιζε | |
γ' ενικ. | ξεσκοτίζει | ξεσκότιζε | θα ξεσκοτίζει | να ξεσκοτίζει | ||
α' πληθ. | ξεσκοτίζουμε | ξεσκοτίζαμε | θα ξεσκοτίζουμε | να ξεσκοτίζουμε | ||
β' πληθ. | ξεσκοτίζετε | ξεσκοτίζατε | θα ξεσκοτίζετε | να ξεσκοτίζετε | ξεσκοτίζετε | |
γ' πληθ. | ξεσκοτίζουν(ε) | ξεσκότιζαν ξεσκοτίζαν(ε) |
θα ξεσκοτίζουν(ε) | να ξεσκοτίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεσκότισα | θα ξεσκοτίσω | να ξεσκοτίσω | ξεσκοτίσει | ||
β' ενικ. | ξεσκότισες | θα ξεσκοτίσεις | να ξεσκοτίσεις | ξεσκότισε | ||
γ' ενικ. | ξεσκότισε | θα ξεσκοτίσει | να ξεσκοτίσει | |||
α' πληθ. | ξεσκοτίσαμε | θα ξεσκοτίσουμε | να ξεσκοτίσουμε | |||
β' πληθ. | ξεσκοτίσατε | θα ξεσκοτίσετε | να ξεσκοτίσετε | ξεσκοτίστε | ||
γ' πληθ. | ξεσκότισαν ξεσκοτίσαν(ε) |
θα ξεσκοτίσουν(ε) | να ξεσκοτίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεσκοτίσει | είχα ξεσκοτίσει | θα έχω ξεσκοτίσει | να έχω ξεσκοτίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεσκοτίσει | είχες ξεσκοτίσει | θα έχεις ξεσκοτίσει | να έχεις ξεσκοτίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεσκοτίσει | είχε ξεσκοτίσει | θα έχει ξεσκοτίσει | να έχει ξεσκοτίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεσκοτίσει | είχαμε ξεσκοτίσει | θα έχουμε ξεσκοτίσει | να έχουμε ξεσκοτίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεσκοτίσει | είχατε ξεσκοτίσει | θα έχετε ξεσκοτίσει | να έχετε ξεσκοτίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεσκοτίσει | είχαν ξεσκοτίσει | θα έχουν ξεσκοτίσει | να έχουν ξεσκοτίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεσκοτίζω
|