διώχνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διώχνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική διώχνω < αρχαία ελληνική διώκω < δίω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dih₁- (κινώ γρήγορα)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈðʝo.xno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : διώ‐χνω
Ρήμα
επεξεργασίαδιώχνω, αόρ.: έδιωξα, παθ.φωνή: διώχνομαι, π.αόρ.: διώχτηκα, μτχ.π.π.: διωγμένος
- αναγκάζω κάποιον να φύγει με τα λόγια ή τη συμπεριφορά μου
- τον έδιωξαν κακήν κακώς, για μείνουν μόνοι
- απομακρύνω κάποιον από το χώρο στον οποίο βρίσκεται
- διώξε το σκύλο μακριά από τις γλάστρες!
- απομακρύνω κάποιον από τη θέση που έχει
- απομακρύνω κάποιον από τον τόπο της μόνιμης κατοικίας του
- απομακρύνω κάποιον ξένο από τη χώρα διαμονής του
- κάνω έξωση σε κάποιον, τον απομακρύνω από μισθωμένη κατοικία
- με διώχνουν από το διαμέρισμα, διότι το θέλουν για ιδιοκατοίκηση
- αποβάλλω
- τους έδιωξαν από το σχολείο εξαιτίας των ζημιών που έκαναν
- σταματώ να σκέφτομαι, απομακρύνω κάτι από την ψυχή μου
- πρέπει να σκεφτείς κάτι θετικό, για να διώξεις τις αμφιβολίες σου
- απαλλάσσομαι από την παρουσία κάποιου
- τον έδιωξε από τη ζωή της
- (μεταφορικά) προστατεύω ή απαλλάσσω κάποιον από κάτι
- η γυμναστική διώχνει το άγχος
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διώχνω | έδιωχνα | θα διώχνω | να διώχνω | διώχνοντας | |
β' ενικ. | διώχνεις | έδιωχνες | θα διώχνεις | να διώχνεις | διώχνε | |
γ' ενικ. | διώχνει | έδιωχνε | θα διώχνει | να διώχνει | ||
α' πληθ. | διώχνουμε | διώχναμε | θα διώχνουμε | να διώχνουμε | ||
β' πληθ. | διώχνετε | διώχνατε | θα διώχνετε | να διώχνετε | διώχνετε | |
γ' πληθ. | διώχνουν(ε) | έδιωχναν διώχναν(ε) |
θα διώχνουν(ε) | να διώχνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έδιωξα | θα διώξω | να διώξω | διώξει | ||
β' ενικ. | έδιωξες | θα διώξεις | να διώξεις | διώξε | ||
γ' ενικ. | έδιωξε | θα διώξει | να διώξει | |||
α' πληθ. | διώξαμε | θα διώξουμε | να διώξουμε | |||
β' πληθ. | διώξατε | θα διώξετε | να διώξετε | διώξτε | ||
γ' πληθ. | έδιωξαν διώξαν(ε) |
θα διώξουν(ε) | να διώξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διώξει | είχα διώξει | θα έχω διώξει | να έχω διώξει | ||
β' ενικ. | έχεις διώξει | είχες διώξει | θα έχεις διώξει | να έχεις διώξει | ||
γ' ενικ. | έχει διώξει | είχε διώξει | θα έχει διώξει | να έχει διώξει | ||
α' πληθ. | έχουμε διώξει | είχαμε διώξει | θα έχουμε διώξει | να έχουμε διώξει | ||
β' πληθ. | έχετε διώξει | είχατε διώξει | θα έχετε διώξει | να έχετε διώξει | ||
γ' πληθ. | έχουν διώξει | είχαν διώξει | θα έχουν διώξει | να έχουν διώξει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διώχνομαι | διωχνόμουν(α) | θα διώχνομαι | να διώχνομαι | ||
β' ενικ. | διώχνεσαι | διωχνόσουν(α) | θα διώχνεσαι | να διώχνεσαι | (διώχνου) | |
γ' ενικ. | διώχνεται | διωχνόταν(ε) | θα διώχνεται | να διώχνεται | ||
α' πληθ. | διωχνόμαστε | διωχνόμαστε διωχνόμασταν |
θα διωχνόμαστε | να διωχνόμαστε | ||
β' πληθ. | διώχνεστε | διωχνόσαστε διωχνόσασταν |
θα διώχνεστε | να διώχνεστε | (διώχνεστε) | |
γ' πληθ. | διώχνονται | διώχνονταν διωχνόντουσαν |
θα διώχνονται | να διώχνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διώχτηκα | θα διωχτώ | να διωχτώ | διωχτεί | ||
β' ενικ. | διώχτηκες | θα διωχτείς | να διωχτείς | διώξου | ||
γ' ενικ. | διώχτηκε | θα διωχτεί | να διωχτεί | |||
α' πληθ. | διωχτήκαμε | θα διωχτούμε | να διωχτούμε | |||
β' πληθ. | διωχτήκατε | θα διωχτείτε | να διωχτείτε | διωχτείτε | ||
γ' πληθ. | διώχτηκαν διωχτήκαν(ε) |
θα διωχτούν(ε) | να διωχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διωχτεί | είχα διωχτεί | θα έχω διωχτεί | να έχω διωχτεί | διωγμένος | |
β' ενικ. | έχεις διωχτεί | είχες διωχτεί | θα έχεις διωχτεί | να έχεις διωχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει διωχτεί | είχε διωχτεί | θα έχει διωχτεί | να έχει διωχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διωχτεί | είχαμε διωχτεί | θα έχουμε διωχτεί | να έχουμε διωχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε διωχτεί | είχατε διωχτεί | θα έχετε διωχτεί | να έχετε διωχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διωχτεί | είχαν διωχτεί | θα έχουν διωχτεί | να έχουν διωχτεί |