απολύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- 1,2,3 απολύω < αρχαία ελληνική ἀπολύω < ἀπό + λύω < (σημασιολογικό δάνειο) γερμανική entlassen
- 4. απολύω < μεσαιωνική ελληνική ἀπολύω < αρχαία ελληνική ἀπολύω
Ρήμα
επεξεργασίααπολύω (παθητική φωνή: απολύομαι)
- διώχνω εργαζόμενο από την εργασία του (μόνιμα)
- αποφυλακίζω, απελευθερώνω
- ※ Της είχαν τηλεφωνήσει πως τον είχαν απολύσει απ’ τις φυλακές της Αίγινας. (Τάσος Αθανασιάδης (1984) Οι τελευταίοι εγγονοί [μυθιστόρημα])
- λήγει η θητεία ενός στρατιώτη και του χορηγώ απολυτήριο
- (για μαθητή που περατώνει τις σπουδές μιας σχολικής βαθμίδας) χορηγώ απολυτήριο επιτρέποντάς του να συνεχίσει στην επόμενη βαθμίδα εκπαίδευσης
- (λαϊκότροπο) (θρησκεία) περατώνω της Θεία Λειτουργία (η άλλης ακολουθία) και συνακόλουθα αποπέμπω τους πιστούς από το ναό
Συγγενικά
επεξεργασία
|
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απολύω | απέλυα | θα απολύω | να απολύω | απολύοντας | |
β' ενικ. | απολύεις | απέλυες | θα απολύεις | να απολύεις | απόλυε | |
γ' ενικ. | απολύει | απέλυε | θα απολύει | να απολύει | ||
α' πληθ. | απολύουμε | απολύαμε | θα απολύουμε | να απολύουμε | ||
β' πληθ. | απολύετε | απολύατε | θα απολύετε | να απολύετε | απολύετε | |
γ' πληθ. | απολύουν(ε) | απέλυαν απολύαν(ε) |
θα απολύουν(ε) | να απολύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απέλυσα | θα απολύσω | να απολύσω | απολύσει | ||
β' ενικ. | απέλυσες | θα απολύσεις | να απολύσεις | απόλυσε | ||
γ' ενικ. | απέλυσε | θα απολύσει | να απολύσει | |||
α' πληθ. | απολύσαμε | θα απολύσουμε | να απολύσουμε | |||
β' πληθ. | απολύσατε | θα απολύσετε | να απολύσετε | απολύστε | ||
γ' πληθ. | απέλυσαν απολύσαν(ε) |
θα απολύσουν(ε) | να απολύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω απολύσει | είχα απολύσει | θα έχω απολύσει | να έχω απολύσει | ||
β' ενικ. | έχεις απολύσει | είχες απολύσει | θα έχεις απολύσει | να έχεις απολύσει | έχε απολυμένο | |
γ' ενικ. | έχει απολύσει | είχε απολύσει | θα έχει απολύσει | να έχει απολύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε απολύσει | είχαμε απολύσει | θα έχουμε απολύσει | να έχουμε απολύσει | ||
β' πληθ. | έχετε απολύσει | είχατε απολύσει | θα έχετε απολύσει | να έχετε απολύσει | έχετε απολυμένο | |
γ' πληθ. | έχουν απολύσει | είχαν απολύσει | θα έχουν απολύσει | να έχουν απολύσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) απολυμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) απολυμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) απολυμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) απολυμένο |