βαθμίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βαθμίδα | οι | βαθμίδες |
γενική | της | βαθμίδας | των | βαθμίδων |
αιτιατική | τη | βαθμίδα | τις | βαθμίδες |
κλητική | βαθμίδα | βαθμίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βαθμίδα
- (σκαλοπάτι) < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βαθμίς από την αιτιατική ενικού τὴν βαθμίδα
- (ιεραρχική θέση) < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική grade[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vaˈθmi.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βαθ‐μί‐δα
- παλιότερος συλλαβισμός : βα‐θμί‐δα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβαθμίδα θηλυκό
- σκαλοπάτι, αναβαθμός
- βαθμός κατάταξης, σε μια ιεραρχημένη κλίμακα
- (γλωσσολογία) → δείτε τον όρο μεταπτωτική βαθμίδα
- (ταξινομία) → δείτε τον όρο ταξινομική βαθμίδα
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη βαθμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκαλοπάτι
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ βαθμίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαβαθμίδα θηλυκό