Δείτε επίσης: ἀναβαθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αναβαθμός οι αναβαθμοί
      γενική του αναβαθμού των αναβαθμών
    αιτιατική τον αναβαθμό τους αναβαθμούς
     κλητική αναβαθμέ αναβαθμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναβαθμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναβαθμός < ἀνά + βαθμός < βαίνω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αναβαθμός αρσενικό

  1. (λόγιο) σκαλοπάτι
     συνώνυμα: αναβαθμίδα, βαθμίδα
  2. (αρχιτεκτονική, αρχαιολογία) καθένα από τα σκαλοπάτια της κλίμακας που οδηγούσε πάνω σ’ έναν αρχαίο βωμόναό)
  3. (αρχιτεκτονική, θέατρο) η κλιμακωτά τοποθετημένη σειρά καθισμάτων σε ένα αρχαίο θέατρο
  4. (χριστιανισμός, μουσική, συνήθως στον πληθυντικό: αναβαθμοί) αντιφωνικό τροπάριο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία