αναβαθμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναβαθμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναβαθμός < ἀνά + βαθμός < βαίνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίααναβαθμός αρσενικό
- (λόγιο) σκαλοπάτι
- (αρχιτεκτονική, αρχαιολογία) καθένα από τα σκαλοπάτια της κλίμακας που οδηγούσε πάνω σ’ έναν αρχαίο βωμό (ή ναό)
- (αρχιτεκτονική, θέατρο) η κλιμακωτά τοποθετημένη σειρά καθισμάτων σε ένα αρχαίο θέατρο
- (χριστιανισμός, μουσική, συνήθως στον πληθυντικό: αναβαθμοί) αντιφωνικό τροπάριο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αναβαθμός
|