Ετυμολογία

επεξεργασία

κλιμακωτά < κλιμακωτός

Επίρρημα

επεξεργασία

κλιμακωτά

  • λίγο-λίγο, με σταθερό ρυθμό αύξησης ή μείωσης

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία